δευτεροῖ

δευτεροῖ
δευτερέω
pres opt act 3rd sg (attic epic doric)
δευτερόω
do the second time
pres ind mp 2nd sg
δευτερόω
do the second time
pres opt act 3rd sg
δευτερόω
do the second time
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεύτεροι — δεύτερος second masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • Храм христианский — Под именем X. в православной церкви разумеется особое, отличное и отдельное от других построек, посвященное Богу и предназначенное для общественного служения Ему здание или только часть здания, служащая для той же цели. С древних времен в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • въторѧти — ВЪТОРѦ|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Повторять: кто при˫а д҃хъ. кто ли не при˫а. иже кто вторѩѥть х(с)выхъ. д҃хъ имать. никто же бо възможеть рещи г(с)а іс(с)а. нъ токмо дх҃мь ст҃ымь. (εἴ... δευτεροῖ) ПНЧ XIV, 11б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • άποικος — Μυθολογικό πρόσωπο, απόγονος του Μελάνθου. Επικεφαλής Ιώνων αποίκων εγκαταστάθηκε στην παραλιακή πόλη της Λυδίας Τέω, μέχρι τότε αποικία των Ορχομενίων Μινύων. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι Ίωνες και Βοιωτοί, οι πρώτοι με αρχηγούς τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”